Ρίκο

Σαφής ο τίτλος. Ρίκο -όχι πια- Βολιδομπουκίτσας.





Λοιπόν, εγώ μεγάλωσα με γάτα. Με τη Λούλου, μια μικρόσωμη, φοβισμένη με τους ξένους, αγαπησιάρα με τους εντός, Σιαμέζα. Ήταν η αδερφούλα μου και στα 11 μου την αποχωρίστηκα, 13 εκείνη, με πολύ πόνο.

Ήταν δύσκολο για τη μητέρα μου να αποφασίσει να μπει άλλη γάτα στη ζωή μας.

Και επειδή ο καιρός περνά, θέλω να γράψω την ιστορία των 7 κιλών που έχουν κάνει γούβα στο αριστερό κάτω μέρος του κρεβατιού μου.

Ήταν 2005 όταν η πίεσή μου για νέα γάτα έπιασε τόπο. Ήμασταν έτοιμοι, η μαμά μου, ο σύντροφός της κι εγώ. Και περιμέναμε να μας έρθει το 10 το καλό. Αποφασίσαμε να μην αγοράσουμε γάτα αλλά να υιοθετηθούμε από κάποιο αδεσποτάκι. Και στη γειτονιά υπήρχε μια έγκυος γατούλα που ήταν ημιαδέσποτη. Ζούσε με λίγα λόγια στο μπαλκόνι μιας οικογένειας όμως τα γατάκια είχαν αποφασίσει να τα αφήσουν μεν να γεννηθούν αλλά όσα δε θα κατάφερναν να τα δώσουν προς υιοθεσία, να τα αφήσουν στο δρόμο ή να τα "κοιμήσουν".

Κάπως έτσι, το Φεβρουάριο του 2006 μάθαμε για τα γεννητούρια και ξέραμε πως ανάμεσα στα μωρά αυτά, υπήρχε το νέο μέλος της οικογένειάς μας. Η μαμά μου είχα αποφασίσει πως θα στειρώναμε το μωρό μας και επειδή (τουλάχιστον τότε) η στείρωση στο κοριτσάκι ήταν λίγο πιο περίπλοκη, θα αποκτούσαμε έναν παλήκαρο. Είχαμε πληροφορηθεί ότι απ'τα τέσσαρα μωράκια, τα τρία ήταν αγοράκια, δύο πορτοκαλί τίγρεις και ένας μολυβδής, ενώ το κοριτσάκι μια στικτή πριγκίπισσα.
(Κάπου εδώ να πω ότι υιοθετήθηκαν όλα τελικά...).

- Να πάρουμε το μολυβδίιιι! είπε η μαμά μου
- Εγώ όμως θέλω ένα κεραμιδόγατο.
- Ναι, αλλά σκέψου τι όμορφο που θα 'ναι το μολυβδί!
- Ναι, αλλά είπες ότι θα 'ναι δικιά μου η γάτα κι εγώ θα είμαι η μαμά της άρα εγώ διαλέγω.

Έτσι νόμιζα!

Ήταν Παρασκευή θυμάμαι  η μέρα του ραντεβού μου με το Ρίκο. Ναι, το όνομα το 'χα αποφασίσει πιο πριν όταν η μαμά μου επέμεινε στο "Ρούλης" αλλά Ρούλη έλεγαν τον υπέροχο σκύλο της κολλητής μου οπότε τι άλλο εύηχο με "ρ" και "ι"....Ρίκο!

Μεσημέρι Παρασκευής του Μαρτίου, μετά το σχολείο....με μια άδεια τσάντα ταχυδρόμου, οδεύω προς τη γνωριμία τη μεγάλη. Μόλις είχαν κλείσει τις 40 ημέρες της ζωής τους.
Τα είχαν στο μπαλκόνι όπου όπως μου τόνισαν, φιλοξενούνταν προσωρινά.
Τέσσερα μικρά γατάκια. Μια μπουμπού κλώνος της μαμάς της, να την κυνηγάει ξωπίσω και τα τρία αγοράκια να παίζουν...ξύλο!
Από τις δυό μεριές τα πορτοκαλιά και στη μέση ο μικρότερος, ο γκρίζος γαλανομάτης (τότε).
Του δάγκωναν τα αφτιά, του πάταγαν το πρόσωπο, αλλά αυτός έμεινε να με κοιτάζει.

Δεν είχε όμως σημασία. Εγώ για πορτοκαλί ήρθα, πορτοκαλί θα πάρω. Και με μια απαλή κίνηση, παίρνω το "Ρίκο" και τον βάζω στην τσάντα μου. Φτάνω στην πόρτα του σπιτιού, γυρνώ γρήγορα πίσω, αφήνω το "Ρίκο" και πιάνω τον άλλον πορτοκαλί "Ρίκο" και φτάνω πάλι ως την πόρτα.
Δίνω ένα φιλάκι στον δεύτερο "Ρίκο" και τον αφήνω κι αυτόν. 

Σκύβω και κοιτάζω το Ρίκο στα μάτια. "Τι λες μολυβδί μου, πάμε σπίτι;".

Όταν φθάσαμε σπίτι, τον άφησε στο υπνοδωμάτιο της μαμάς μου. Η πρώτη του εικόνα στο σπίτι του ήταν ο ίδιος του ο εαυτός, στον αντικατοπτρισμό του τον ολόσωμο καθρέφτη... Το αποτέλεσμα...φαντασμαγορικό

Κι έπειτα ήρθε στο βασίλειό μας, στο δωμάτιό μου, όπου μου έδειξε τις διαθέσεις του, τουτέστιν κρύφτηκε σε ένα συρτάρι του γραφείου μου και βγήκε μόλις τρεις ώρες μετά. Είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι δε θα μ'αγαπήσει, ότι δε θα τον αγαπήσω κι ότι θα συγκρίνεται μέσα μου πάντα με τη Λούλου.
Με τις πρώτες αμήχανες, χωμένες, απαιτητικές αγκαλιές "να νιώθει δέρμα και ζεστασιά", μετά τον πρώτο πυρετούλη και τη μετακόμιση απ'το κατουρημένο πια προσωπικό κρεβατάκι -φοβόμασταν το βλάδυ μόνοι μας- στο μεγάλο κρεβάτι της μαμάς, ο Ρίκο έγινε ο μικρός αφέντης του σπιτιού μας. Μοιραίος ρόλος.

Και πέρασε ο καιρός, μετά από πολύ "φτύσιμο" ο Ρίκο μας συνήθισε. Κι έκανα διαφορετικά σκέρτσα και νάζια και χούγια στον καθένα μας. Μέχρι και για τον παππού μου είχε ιδιαίτερο πρόγραμμα διασκέδασης. Στηνόταν μπροστά του κι άρχιζε τις τούμπες στον αέρα. Και χαρά ο παππούς μου ότι το γατάκι μας βγήκε έξυπνο. Τσαρλατάνος μας βγήκε αλλά τι να γίνει!

Και από 300 γραμμάρια ο Ρίκο έγινε νταρντανομωρό... Κι η μαμά μου έλεγε πως είναι η αγάπη που τον θρέφει. Και την πιστεύω μέχρι σήμερα.

Την χάσαμε λίγο αφότου ο Ρίκο έγινε ενός έτους. Και μετακόμισε κι ο σύντροφός της. 17 κι ενός έτους, μείναμε τα δυο μας. Κάποια μέρα εκείνης της άνοιξης άκουσα έντονο κλάμα. Σκεφτόμουν πως το γατί δεχόταν το δικό μου στρες και κάποια στιγμή θα ξεσπούσε.

Θυμάστε το φόβο για σύγκριση με τη Λούλου; Λοιπόν, θυμάμαι μια μέρα, ήμουν ούτε τεσσάρων, είχε πεταχτεί η μαμά μου στο σούπερ μάρκετ απέναντι απ'το σπίτι μας. Για πέντε λεπτά. Και με ύφος Βασιλάκη Καΐλα την περίμενα περίλυπη στο μπαλκόνι, με χωμένο το πρόσωπο στα κάγκελα. Και λίγα εκατοστά πιο κάτω υπήρχε χωμένη μια σιαμέζικη μουσούδα. Το παιδί και το γατίνι. "Έρχεται η μαμά Λούλου".

"Δε θα γυρίσουν Ρίκο", είπα εκείνη τη μέρα στο γάτο μου που φώναζε στον τοίχο που μέχρι πριν ένα μήνα φιλοξενούσε το κεφαλάρι του κρεβατιού της μαμάς μου. Και τον πήρα αγκαλιά και βγήκαμε. Και το δωμάτιο κλείδωσε. Γιατί ο Ρίκο ξέρει κι ανοίγει πόρτες.

Για μήνες έμενα να ακούω την αναπνοή του, το γουργούρισμά του, να τον κοιτάζω. Ήταν ό,τι είχα έμψυχο πια κοντά μου. Και ο Ρίκο που πάνω μου δεν καθόταν ποτέ, μόνο στη μαμά μου, έμαθε να κάθεται στα πόδια μου από μόνος του. Κι αυτό πάντα πριν φύγω για το σχολείο. Τέτοια ανάγκη είχαμε κι οι δυο από αγκαλιά, που ναι, το ομολογώ, έχω φάει μέρες και μέρες πρώτη ώρα απουσία για να πάρω αγκαλιά το Ρίκο.

Και πέρασαν χρόνια πολλά. Και αρρώστησε ο Ρίκο, και κόντεψε να μου την κάνει, μα τα καταφέραμε. Και αν δεν υπήρχε ο Ρίκο, μπορεί να ζούσα κάπου αλλού... Αλλά το κενό της στοργής του ποιός θα το κάλυπτε;

Είχα πολλή ανάγκη να σας γράψω για το Ρίκο.

Γίναμε οχτώ πριν λίγο καιρό. Senior πια. Φοβάμαι. Αλλά είμαι συνειδητοποιημένη.

Του ζητώ βαθιά συγγνώμη για τις απότομες στιγμές και αν τον εχω παραμελήσει ή τον έχω αφήσει μόνο του πολλή ώρα, συγγνώμη.

Δεν ξέρω αν οι φιλόσοφοι της εποχής μας έχουν απάντηση στο ερώτημα "αν τα ζώα αγαπούν" μα δε με νοιάζει αν με αγαπά ή με χρειάζεται "απλώς". Τον αγαπώ εγώ. Τον ευχαριστώ εγώ.

Post a Comment

Any comments?